πόρεψη

πόρεψη
η
εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή, αλλ. βόλεμα, βολή: Ο καθένας κοιτάζει την πόρεψή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόρεψη — η, Ν 1. η εξοικονόμηση τών αναγκαίων προς το ζην 2. τα αναγκαία προς το ζην, ιδίως οι τροφές («έχω την πόρεψή μου» εξοικονομώ τα αναγκαία προς το ζην). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρευσις < πορεύω (πρβλ. χώνεψη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”